ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ
H έννοια του κοινωνικού αποκλεισµού διαµορφώθηκε µέσα από µια συσσώρευση χρήσεων του αντίστοιχου οµώνυµου όρου, οι οποίες κατέγραφαν διαφορετικές µορφές περιθωριοποίησης και στέρησης της συµµετοχής στους «κανονικούς» και θεσµοποιηµένους τρόπους ζωής και στις δηµόσιες απολαβές που είναι κοινές για όλα τα µέλη µια κοινωνίας.
Η χρησιµοποίηση της έννοιας συµπίπτει µε την προσπάθεια και την ανάγκη δηµιουργίας κοινωνιών που στη βασική τους λειτουργία θα παράγουν «ένταξη» και όχι «αποκλεισµό», θα αποδέχονται το διαφορετικό και δεν θα το απορρίπτουν, θα το ονοµάζουν ως «διαφορετικό» για να εγκαθιδρυθούν οι προϋποθέσεις ένταξης του και όχι της απόρριψης του.
Θα πρέπει επιπλέον, να σηµειωθεί πως υπάρχει στενή, αµφίδροµη και αλληλοτροφοδοτούµενη σχέση µεταξύ του κοινωνικού αποκλεισµού και της οικονοµικής ανέχειας. Ο κοινωνικός αποκλεισµός και η ίδια η έννοια της φτώχειας δεν νοούνται αποκλειστικά ως έλλειψη πόρων, αλλά κυρίως ως σχετική αποστέρηση δικαιωµάτων και ως έλλειψη πρόσβασης σε κοινωνικές διαδικασίες και ευκαιρίες. Πρόσφατα επεκτάθηκε η εµβέλεια του όρου «αποκλεισµός» στο επιστηµονικό πεδίο, καλύπτοντας πολλαπλά αντικείµενα και υποκαθιστώντας παρόµοιους όρους. Κατά αυτό τον τρόπο, αποτύπωσε και οροθέτησε τα κοινωνικά προβλήµατα καθώς επίσης και µια σειρά από δράσεις και µέτρα για την καταπολέµηση τους. «Κοινωνικός αποκλεισµός», ορίζεται «η ιδιόµορφη διεργασία περιθωριοποίησης κοινωνικών οµάδων και ατόµων, που συµβαίνει επειδή καθίσταται εξαιρετικά δυσχερής η πρόσβασή τους στα κοινωνικά και δηµόσια αγαθά». Ο ορισµός αυτός έχει το προτέρηµα, να αποσυνδέει τον κοινωνικό αποκλεισµό από τις µορφές της φτώχειας και να είναι συγχρόνως χρηστικός για να αποδώσει την εικόνα του φαινοµένου του αποκλεισµού (ως κατάστασης και ως διενέργειας) στην κοινωνία. Ταυτόχρονα αποτυπώνει τη δισυπόστατη φύση του φαινοµένου : από τη µια δηλαδή να αποδίδει µια κατάσταση αναγνωρίσιµη και δυνητικά ερµηνεύσιµη και από την άλλη µια συνεχή διαδικασία εντοπισµού των µετεξελίξεων και των αιτιατών σχέσεων που αναπαράγουν το φαινόµενο.
∆εν θα ήταν υπερβολή οπότε, να οριστεί ο αποκλεισµός ως στέρηση δικαιωµάτων. Πράγµατι, ένα από τα χαρακτηριστικά της κατάστασης του αποκλεισµένου είναι η αδυναµία άσκησης των δικαιωµάτων του –πολιτικών, κοινωνικών και οικονοµικών. Η σχέση αποκλεισµού και δικαιωµάτων είναι αρνητική και µπορεί να αποδοθεί ως σχέση αναίρεσης που οδηγεί στην ελλιπή συµµετοχή στην κοινωνία. Πιο διεξοδικά ο κοινωνικός αποκλεισµός αφορά την αποξένωση και την περιθωριοποίηση ατόµων ή οµάδων στα πλαίσια της κοινωνίας. Αφορά άτοµα ή οµάδες ατόµων µε κοινά χαρακτηριστικά όπως αναπηρία, φύλο, ηλικία κ.λ.π.. και σχετίζεται όχι µόνο µε την οικονοµική θεώρηση αλλά και µε την αποξένωση από τους θεσµούς, τη δυσχέρεια πρόσβασης και οικειοποίησης των κοινωνικών αγαθών, ακόµα και µε προσωπικούς-ψυχολογικούς παράγοντες συµµετοχής στο κοινωνικό γίγνεσθαι και στο δίκτυο των κοινωνικών σχέσεων. Παρατηρούµε, λοιπόν πως ο κοινωνικός αποκλεισµός αποτελεί ένα πρόβληµα διασχεσιακό, αναφέρεται δηλαδή στο νόηµα που αποδίδουν οι άνθρωποι στις σχέσεις τους, την αλληλεπίδρασή τους στον κοινωνικό χώρο και την ηθική ευθύνη τους προς το σύνολο της κοινωνίας. Είναι ένα ζήτηµα όχι µόνο πολιτικό, οικονοµικό ή κοινωνικό, αλλά ηθικό.Τα άτοµα που βιώνουν τον αποκλεισµό δοκιµάζονται καθηµερινά και µε τον πιο σκληρό τρόπο, καθώς συναντούν συνεχώς εµπόδια στην άσκηση των φυσικών δικαιωµάτων τους, όπως είναι η ελευθερία και η αυτοπραγµάτωση µέσα στην κοινωνία που ζουν. Αποτέλεσµα αυτού είναι η λανθασµένη αυτοεικόνα των ατόµων και η έλλειψη εµπιστοσύνης στις ικανότητες τους να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους καθώς και ο στιγµατισµός των ίδιων και των περιοχών όπου κατοικούν. Στην Ελλάδα ο όρος χρησιµοποιήθηκε επίσηµα στη δεκαετία του ’90, όταν δηµιουργήθηκε και το εθνικό παρατηρητήριο Καταπολέµησης του Αποκλεισµού που έστειλε (το 1990) στο αντίστοιχο Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο και την πρώτη Ελληνική έκθεση για το θέµα. Σ’ εκείνη την έκθεση γινόταν η διαπίστωση ότι κοινό χαρακτηριστικό των αποκλεισµένων είναι η ισχνή σχέση τους µε τους κύριους κοινωνικούς µηχανισµούς που παράγουν ή διανέµουν πόρους, την αγορά εργασίας, την οικογένεια ή άλλα διαπροσωπικά δίκτυα και το κράτος.
Ο κοινωνικός αποκλεισµός εµπεριέχει λεκτικά και νοητικά ένα αρνητικό πρόσηµο, εκείνο της έκπτωσης, της έλλειψης, της αφάνειας, της απουσίας, του περιθωρίου : οι αποκλεισµένοι αποπέµπονται ως ακατάλληλοι, µη απασχολήσιµοι, «λειψοί», δεν έχουν πρόσβαση σε κάτι, δεν εκφράζονται, δεν εκπροσωπούνται, θεωρούνται εκτός, δεν τους υπολογίζουν.Υποστηρίζεται ότι από τη βιοµηχανική επανάσταση και µετά, η πρόσβαση στην αγορά εργασίας είναι αυτή που καθορίζει το βαθµό ενσωµάτωσης ή λειτουργικής περιθωριοποίησης του ατόµου. Η επιβίωση εξαρτάται πλέον από τη δυνατότητα για εργασία. Η αποµάκρυνση του ατόµου από την παραγωγική διαδικασία και η έκπτωσή του από τη θέση εργασίας σηµαίνει αυτόµατα και την κοινωνική του έκπτωση. Το φαινόµενο του αποκλεισµού, προσλαµβάνεται αρνητικά από τους ίδιους τους αποκλεισµένους, προκαλώντας αρνητικά αισθήµατα για τον εαυτό τους. Ο αποκλεισµός µπορεί να χαρακτηριστεί ως µια διαδικασία αποκοινωνικοποίησης. Αποτέλεσµα αυτού είναι η δηµιουργία µιας αρνητικής εικόνας, που παρουσιάζει τη διαφορετικότητα ως αρνητική. Η ετερότητα αυτή αυτόµατα οδηγεί σε µια κατάσταση «ευπάθειας» και αδυναµίας του ατόµου στο κοινωνικό πεδίο. Έτσι, το άτοµο γίνεται θύµα κοινωνικού αποκλεισµού, επειδή και µόνο ανήκει σε µια οµάδα µε συγκεκριµένα και διαφορετικά χαρακτηριστικά, όπως στην περίπτωση των ατόµων µε αναπηρίες που πάσχουν από οργανική, πνευµατική ή ψυχική ασθένεια.
Τα άτοµα µε αναπηρία είναι µία σηµαντική κατηγορία του πληθυσµού, που αντιµετωπίζει συχνά προβλήµατα κοινωνικού αποκλεισµού, στιγµατισµού και αδιαφορίας, ή άνισης µεταχείρισης από το κοινωνικό τους περιβάλλον, εξαιτίας προκαταλήψεων σε βάρος τους. Η κατηγοριοποίηση σε οµάδες αποκλεισµένων και η ίδια η εικόνα του κοινωνικού δυαδισµού, οι «µέσα» και οι «έξω», έχουν ως αποτέλεσµα τη στιγµατοποίηση των πληθυσµών µέσω του ορισµού, της κατάταξης και της ταξινόµησης. Παρ’ όλα αυτά, τα ΑµεΑ δεν αποτελούν µια ενιαία, συµπαγή κοινωνική οµάδα, µε κοινά συµφέροντα και οράµατα. Ούτε µοιράζονται µια κοινή µοίρα, εκείνη της αποποµπής και της έκπτωσης, αλλά βιώνουν παρόµοιες καταστάσεις που συµβάλλουν στον αποκλεισµό τους στην όποια του µορφή(κοινωνικός, εκπαιδευτικός, εργασιακός κ.τ.λ.)
Αναπηρία και ένδεια επομένως, µοιάζουν άρρηκτα συνδεδεµένες στις αναπτυσσόµενες χώρες. Οι άνθρωποι µε αναπηρίες βρίσκονται σε έναν φαύλο κύκλο. Η αναπηρία αυξάνει την ένδεια καθώς τα εισοδήµατα των ανθρώπων µε αναπηρίες µειώνονται, εξαιτίας της στέρησης εργασίας ή πρόσβασης σε εισόδηµα, σε βασικές κοινωνικές, ιατρικές υπηρεσίες και αποκατάστασης, ενώ οι άνθρωποι που ζουν σε συνθήκες ένδειας τείνουν να αποκτούν αναπηρίες λόγω του υποσιτισµού, της άθλιας στέγασης, των επικίνδυνων επαγγελµάτων και της αυξηµένες έκθεσης στη βία. Ο κοινωνικός αποκλεισµός όµως δεν συνδέεται µόνο µε την οικονοµική ένδεια. Η κοινωνική ένδεια διαδραµατίζει εξίσου σηµαντικό ρόλο στη ζωή τους. Οι άνθρωποι µε αναπηρίες είναι εκτεθειµένοι σε αρνητικές κοινωνικές συµπεριφορές οι οποίες επιφέρουν βαριές επιπτώσεις τόσο σε σωµατικό όσο και σε ψυχολογικό επίπεδο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο µειώνονται σηµαντικά οι ευκαιρίες να αποτελέσουν παραγωγικά µέλη της κοινωνίας και αυξάνεται ο κίνδυνος να παγιδευτούν στην ένδεια. Η ολοκλήρωση του Κοινωνικού Αποκλεισµού επέρχεται µε την εξάρτηση των ανθρώπων αυτών από τις δοµές κοινωνικής πρόνοιας και την υποβάθµιση τους σε δέκτες της κοινωνικής ελεηµοσύνης ή της κρατικής φροντίδας. Οι αποκλεισµένοι των σύγχρονων κοινωνιών αδυνατούν να συµµετάσχουν στα ευρύτερα καταναλωτικά πρότυπα ως απόρροια της έλλειψης δεξιοτήτων ή της παρεµπόδισης τους από την πρόσβαση σε δηµόσια αγαθά.Τρεις βασικοί παράγοντες, οι οποίοι οδηγούν τα άτοµα µε αναπηρία ή / και τις οικογένειές τους σε κοινωνικό αποκλεισµό είναι οι εξής : 1. Χαµηλότερο εισόδηµα, λόγω ανεργίας, υποαπασχόλησης, αδυναµία εργασίας την περίοδο της αποκατάστασης, αδυναµία εργασίας του γονιού λόγω αναπηρίας του παιδιού που έχει ανάγκη τη φροντίδα του κ.ά. 2. Επιπρόσθετες οικονοµικές δαπάνες λόγω αναπηρίας όπως για τεχνικά βοηθήµατα, για εργονοµική διευθέτηση κατοικίας, για προσωπικό βοηθό, για υπηρεσίες που δεν παρέχονται ή δεν καλύπτονται επαρκώς από την Πολιτεία ή τα ασφαλιστικά ταµεία κ.ά. 3. Εµπόδια: περιθωριοποίηση από έλλειψη ή ανεπάρκεια υπηρεσιών ή αποκλεισµός από υπηρεσίες ή / και κοινωνικές δραστηριότητες. Αυτοί οι τρεις παράγοντες, αν και είναι διαφορετικοί, έχουν ένα κοινό βασικό γνώρισµα που είναι η διάκριση την οποία υφίσταται το άτοµο µε αναπηρία αλλά και οικογένειά του σε καθηµερινή βάση. Οι ΜΚΟ τα τελευταία χρόνια ξεκίνησαν µια δράση προκειµένου να µεταδώσουν τις αναγκαίες πληροφορίες στους αποκλεισµένους και να εκπροσωπήσουν (π.χ. νοµικά) τους αποκλεισµένους στις δηµόσιες υπηρεσίες. Βασική τους αρχή αποτελεί η προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ως µια ενέργεια πολύ µεγάλης αξίας στην εποχή µας, όπου το άτοµο αισθάνεται όλο και πιο αποµονωµένο από το σύνολο µέσα στο οποίο ζει. Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια δεν είναι δυνατόν να τίθεται υπό αίρεση για κανένα λόγο και για κανένα σκοπό. Όπου υπάρχει ανοχή για περιπτώσεις τραυµατισµού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, εκεί δεν υπάρχει δρόµος προς µια καλύτερη, προς µια ανθρώπινη κοινωνία.
Αυτή η µειωτική και απαξιωτική για τα άτοµα µε ειδικές ανάγκες ψυχολογική διαδικασία είναι η απαρχή ενός φαύλου κύκλου διακρίσεων. Τα στερεότυπα, οι προκαταλήψεις, οι κοινωνικές κατασκευές για τα χαρακτηριστικά που φέρει ένα άτοµο ή µια οµάδα δεν επιτρέπει και πολλές φορές απαγορεύει στα άτοµα αυτά να διατηρήσουν την θέση τους στην συλλογική ζωή µε αποτέλεσµα να επιφέρει ψυχολογικές συνέπειες. Έτσι οι ψυχοκοινωνικές µειονεξίες και το διαταγµένο συναίσθηµα είναι καταστάσεις πολύ συνηθισµένες δηµιουργώντας αισθήµατα: • Άγχους και φόβου: κυρίαρχο συναίσθηµα των ατόµων µε αναπηρίες είναι το άγχος , συνέπεια της αβεβαιότητας και της ανασφάλειας. Σε αυτό το στάδιο γίνεται αιτία θυµού, οργής, επιθετικότητας αλλά και κατάθλιψης. • Ματαίωση: η µαταίωση είναι επίσης πολύ συνηθισµένη στα άτοµα που επιδέχονται τον κοινωνικό αποκλεισµό. Μπροστά τους ορθώνεται η αδυναµία να κάνουν όνειρα, να έχουν προσδοκίες και να νοηµατοδοτούν την ζωή τους. Το αίσθηµα της µαταίωσης που νιώθουν φτάνει πολλές φορές σε απελπισία και απόγνωση, µειώνοντας την αυτοπεποίθηση τους και την αυτοεκτίµηση µε αποτέλεσµα να οδηγεί σε απαγόρευση πραγµάτωσης κινήτρων, στόχων και αυτοπραγµάτωσης των ατόµων. • Ενοχή και ντροπή: πολλά άτοµα µε αναπηρίες βιώνουν συναισθήµατα ενοχής, επειδή δεν είναι σε θέση να προσφέρουν στην οικογένεια τους και στο περιβάλλον τους την δυνατότητα µιας ποιοτικής ζωής. • Αποµόνωση, αποξένωση: η αρνητική θέση µε αισθήµατα οίκτου του ευρύτερου πληθυσµού για την ασθένεια και την αναπηρία, οδηγεί τα άτοµα µε αναπηρία στην µοναξιά και την αποµόνωση. Συνήθως αναπτύσσουν στρατηγικές άµυνας, µε κύριο χαρακτηριστικό την αυτοαποµόνωση και τον αυτοαποκλεισµό, προκειµένου να αποφύγουν τον φόβο της απόρριψης.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Η εκπαίδευση αποτελεί ένα σηµαντικό παράγοντα όπου οδηγεί στην περιθωριοποίηση και στον κοινωνικό αποκλεισµό. Η σχέση τους είναι αµφίδροµη. Η σύνδεση τους έγινε από το συµβούλιο της Ευρώπης, όταν εξετάστηκε το ζήτηµα του κοινωνικού αποκλεισµού µε βάση πέντε τοµείς της κοινωνικής ζωής : την εκπαίδευση, τη στέγαση, την κοινωνική προστασία, την απασχόληση και την υγεία.163 Στο ισχύον σύστηµα παροχής παιδείας οι ελλείψεις υποδοµής παγιώνουν εκπαιδευτικές ανισότητες και προκαλούν ένα είδος εκπαιδευτικού αποκλεισµού που αναπαράγει καταστάσεις κοινωνικού αποκλεισµού ιδιαίτερα για εκείνους των οποίων η πρόσβαση στην τριτοβάθµια εκπαίδευση εµποδίζεται. Ο αποκλεισµός από την εκπαίδευση εµφανίζεται σε τρεις φάσεις:
-Παιδιά ειδικών οµάδων µένουν από την αρχή εκτός εκπαιδευτικού συστήµατος
-Παιδιά που περιθωριοποιούνται µέσα στο σχολείο και ως συνέπεια αυτού αποτυγχάνουν ή διακόπτουν τη φοίτηση τους
-Παιδιά που καταφέρνουν να ολοκληρώσουν τον κύκλο της δηµόσιας εκπαίδευσης, σε πολύ µικρό ποσοστό.
Είναι γνωστό, ότι το σχολείο αποδεσµεύει το παιδί από αρχές και προκαταλήψεις. Το εκπαιδευτικό σύστηµα ενώ από τη φύση του είναι δυνατόν να συµβάλλει στην κοινωνική ένταξη, για ορισµένες οµάδες του πληθυσµού λειτουργεί ως µηχανισµός κοινωνικού αποκλεισµού. Τα παιδιά των κοινωνικά αποκλεισµένων οµάδων διατρέχουν µεγαλύτερο κίνδυνο να βιώσουν κοινωνικό αποκλεισµό από την εκπαίδευση. Μάλιστα οι περισσότεροι νέοι που εγκαταλείπουν το σχολείο προέρχονται από οικογένειες µε χαµηλό κοινωνικό-οικονοµικό και εκπαιδευτικό επίπεδο. Η εκπαίδευση, θεωρήθηκε ως το πιο κατάλληλο µέσο για την εξάλειψη των κοινωνικών αδικιών, µε το να παρέχεται αδιακρίτως σε όλους. Ξεκινώντας από τη δηµοκρατική αρχή «ο καθένας έχει το δικαίωµα να είναι διαφορετικός από τους άλλους», το σχολείο λαµβάνει υπόψη του τις ατοµικές διαφορές, χωρίς ωστόσο να προχωρεί σε διαχωρισµούς των παιδιών σε κατηγορίες, αλλά στην προσεκτική ανίχνευση των ατοµικών ικανοτήτων. Η δηµοκρατική φιλοσοφία συνεπάγεται στην αντίληψη ότι σ’ όλα τα παιδιά πρέπει να δίνεται η ευκαιρία για µάθηση, είτε είναι παιδιά χωρίς εκπαιδευτικά και κοινωνικά προβλήµατα, είτε ιδιαίτερα προικισµένα, νοητικά καθυστερηµένα, τυφλά, κωφά, συναισθηµατικά διαταραγµένα, παιδιά µε πολλαπλές µειονεξίες. Το δικαίωµα στην εκπαίδευση αποτελεί κοµβικό σηµείο σχετικά µε την άσκηση των κοινωνικών δικαιωµάτων, διότι η αποστέρηση της αποτελεί ουσιαστικό εµπόδιο στην άσκησή τους. Από το 1959 έως σήµερα υπάρχουν µια σειρά διακηρύξεων και συµβάσεων για το δικαίωµα των ατόµων µε αναπηρία στην εκπαίδευση. Κάθε άτοµο είναι ικανό να εκπαιδευτεί, να κάνει κάτι. Κάτι που θα δώσει νόηµα στη ζωή του και στη ζωή των συνανθρώπων του. Tα παιδιά µε ή χωρίς ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες και δυνατότητες έχουν περισσότερες οµοιότητες παρά διαφορές. Το σχολείο διέπεται από τους κανόνες που ισχύουν στην ευρύτερη κοινωνία και χαρακτηρίζεται από τις συνθήκες που επιδρούν σε όλες τις άλλες κοινωνικές οµάδες. Μέσα στη σχολική τάξη υπάρχουν όροι συµµετοχής και καθορισµού των προϋποθέσεων αλληλεπίδρασης. Το παιδί µαθαίνει να συνυπάρχει µε άλλα άτοµα και καλλιεργεί συγχρόνως το αίσθηµα της συλλογικής εργασίας. «Ο “άλλος”, ο διαφορετικός, γίνεται αντιληπτός ως σηµαντικό µέλος της οµάδας, η δε διαφορετικότητά του δεν θεωρείται ως αρνητικό στοιχείο, αλλά ως ευκαιρία αλληλεπίδρασης και αλληλοσυµπλήρωσης» . Ο τρόπος αντιµετώπισης των ατόµων µε αναπηρία είναι δείγµα του πολιτισµού µιας χώρας. Και θα έπρεπε όλα να ξεκινούν από το σχολείο. Όλα αυτά είναι θέµατα παιδείας. Το σχολείο θα έπρεπε να εµπνεύσει το σεβασµό για τα άτοµα µε αναπηρίες. ∆υστυχώς, όµως το εκπαιδευτικό σύστηµα είναι έτσι κατασκευασµένο, που δεν προσφέρει ουσιαστική παιδεία και εκπαίδευση στους µελλοντικούς πολίτες της, ώστε να δεχθούν τα ΑµεΑ, ως ισότιµους συµπολίτες τους. Σύµφωνα µε τις ρητές επιταγές του Συντάγµατος της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας (άρθρα 16 και 21), το ενδιαφέρον και η ευαισθησία τόσο της πολιτείας, όσο και των πολιτών για τα άτοµα µε αναπηρία αποτελεί υποχρέωση προς το συνάνθρωπο και επιβεβληµένη ανάγκη. Βασικοί σκοποί της µέριµνας της κοινωνίας είναι: α) Η ολόπλευρη και αποτελεσµατική ανάπτυξη και αξιοποίηση των δυνατοτήτων και ικανοτήτων τους, β) Η αρµονική ένταξή τους στην παραγωγική διαδικασία, γ) Η αποδοχή τους από το κοινωνικό σύνολο. Η εκπαίδευση ως δικαίωµα είναι µεν θεσµοθετηµένη αλλά αυτό πολλές φορές εκλαµβάνεται ως δεδοµένο και δεν γίνεται προσπάθεια υλοποίησης των αναγκαίων πολλές φορές προϋποθέσεων. Πολλά άτοµα µε αναπηρία δεν έχουν τη δυνατότητα να εισέλθουν στο εκπαιδευτικό σύστηµα, ενώ ακόµη και όσοι κατορθώσουν να εισαχθούν σε αυτό, συχνά αναγκάζονται να το εγκαταλείψουν. Αυτό οφείλεται στην παροχή χαµηλότερης ποιότητας εκπαίδευσης και συνδέεται µε το γεγονός ότι τα ειδικά σχολεία, οι ειδικές τάξεις και τα τµήµατα ένταξης, δεν είναι επαρκώς επανδρωµένα, εξοπλισµένα και προσβάσιµα. Το ίδιο παρατηρείται σε όλες τις βαθµίδες της εκπαίδευσης. Για την προώθηση της ισότητας στην εκπαίδευση, κρίσιµη είναι η επίγνωση της σηµασίας που έχει η διασφάλιση της πρόσβασης στην εκπαίδευση. Έχει γίνει πλέον αποδεκτό ότι για την προώθηση της ισότητας στην εκπαίδευση δεν αρκεί µόνο η διασφάλιση της πρόσβασης/συµµετοχής στο εκπαιδευτικό σύστηµα, αλλά επιπλέον απαιτείται να υπάρχουν και οι προϋποθέσεις ώστε να υπάρξει και ένας ουσιαστικός βαθµός επιτυχίας όλων όσων συµµετέχουν στο εκπαιδευτικό σύστηµα. Οι δύο αυτές απόψεις είναι έκφραση διαφορετικών αντιλήψεων για τα αίτια των ανισοτήτων, που ασφαλώς επηρεάζουν και την προσέγγιση για την ευθύνη που έχει η κοινωνία στην προώθηση της ισότητας στην εκπαίδευση. Ο Μ. Κασσωτάκης, ο Σ. Παπαπέτρου και ο Ν. Φακιολάς προτείνουν ως εφαρµόσιµες λύσεις αυτού του προβλήµατος τα ακόλουθα : εκσυγχρονισµός του θεσµικού πλαισίου που διέπει την εκπαίδευση των ατόµων µε αναπηρία, καλύτερη συνεργασία των υπεύθυνων φορέων που εµπλέκονται στα ζητήµατα αυτά, πολλαπλασιασµός του αριθµού των σχολείων ειδικής αγωγής και δηµιουργία στα ελληνικά πανεπιστήµια τµηµάτων ειδικής αγωγής που θα εκπαιδεύσουν προσωπικό ικανό να ασχοληθεί µε τα άτοµα µε αναπηρίες.
ΠΗΓΕΣ
- Κ. ∆ηµουλά, ∆. Μπαµπανέλου, Γ. Τσιώλη, Από την κοινωνική ευπάθεια στον κοινωνικό αποκλεισµό, τοµ.16, Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ – A∆Ε∆Υ, Αθήνα, 2002
- Amartya Kumar Sen, Inequality Re-examined, Harvard University Press, New York, 1992
- Γιώργος Τσιάκαλου, Ανθρώπινη αξιοπρέπεια και κοινωνικός αποκλεισµός, εκδ. Ελληνικά Γράµµατα, Αθήνα, 1999
- Κώστας Μπαϊρακτάκης, Κοινωνικός Αποκλεισµός : Ψυχολογική, κοινωνικοοικονοµική και πολιτική προσέγγιση,σηµειώσεις µαθηµάτων, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη
- Θανάσης Αλεξίου, «Κοινωνικός αποκλεισµός και αποκλεισµένες οµάδες: Οι ιδεολογικές λειτουργίες µιας εννοιολόγησης», Κοινωνία και ψυχική υγεία, 2006
- Θανάσης Αλεξίου, Κοινωνική Πολιτική, Αποκλεισµένες Οµάδες και Ταξική ∆οµή, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 2008
- Robin Guthrie, «Μέτωπο κατά του κοινωνικού αποκλεισµού: αρχές, τακτικές, ενέργειες του Συµβουλίου της Ευρώπης», στο Ανθρώπινη αξιοπρέπεια και κοινωνικός αποκλεισµός, εκπαιδευτική πολιτική στην Ευρώπη, Εταιρεία Πολιτικού Προβληµατισµού Ν.Πουλαντζάς, εκδ. Ελληνικά Γράµµατα, Αθήνα, 1999
- Ευαγγελία Τρέσσου, «Αποκλεισµός ειδικών οµάδων από την εκπαίδευση και µέσω της εκπαίδευσης ποιες οµάδες κινδυνεύουν περισσότερο» στο Ανθρώπινη αξιοπρέπεια και κοινωνικός αποκλεισµός, εκπαιδευτική πολιτική στην Ευρώπη, Εταιρεία Πολιτικού Προβληµατισµού Ν.Πουλαντζάς, εκδ. Ελληνικά Γράµµατα, Αθήνα, 1999
- ∆ηµήτριος Ε.Τοµπαϊδη, Η ισότητα ευκαιριών στην εκπαίδευση, εκδ. Γρηγόρη, 2η έκδοση, Αθήνα, 1982
- Μαρία Λασσιθιωτάκη , «Ο φαύλος κύκλος των διακρίσεων : άγχος και µαταίωση από τον κοινωνικό αποκλεισµό και το trafficking»
- Ιωάννας Λ. Καυταντζόγλου, Κοινωνικός αποκλεισµός : Εκτός, εντός και υπό, εκδ.Σαββάλα, Αθήνα, 2006
- Χρήστος Ν.Τσιρώνη, ό.π., σελ.17 115 Γιώργου Τσιάκαλου, Ανθρώπινη αξιοπρέπεια και κοινωνικός αποκλεισµός, εκδ. Ελληνικά Γράµµατα, Αθήνα, 1999
- Περίληψη της Έκθεσης της Ε.Σ.Α.µεΑ. για την 3η ∆εκέµβρη 2008 µε θέµα «Η κοινωνία τοποθετείται για την αναπηρία και απαιτεί τη λήψη µέτρων για την προστασία των ατόµων µε αναπηρία από τις διακρίσεις και τον αποκλεισµό
- ∆ιακήρυξη για τα ∆ικαιώµατα τα παιδιού, του Ο.Η.Ε. (1959), στην έβδοµη αρχή, Στη Σύµβαση για τα δικαιώµατα του παιδιού, Ο.Η.Ε. (1989), στο άρθρο 28(παράγραφος 1), Στο Σύνταγµα της Ελλάδος (άρθρο 16).